- συγκρατώ
- συγκράτησα, συγκρατήθηκα, συγκρατημένος1. στηρίζω, κρατώ: Τα δέντρα συγκράτησαν το αυτοκίνητο που έπεφτε στη χαράδρα.2. παρεμποδίζω, αναχαιτίζω: Συγκράτησε με δυσκολία τους στρατιώτες του που φλέγονταν από το ζήλο της μάχης.3. χαλιναγωγώ, ελέγχω: Δε συγκρατεί την οργή του ή τα πάθη του. – Δε συγκρατεί τη γλώσσα του.4. κρατώ κάτι μέσα μου, δεν αφήνω να φύγει: Αυτό το έδαφος δε συγκρατεί το νερό. – Συγκράτησε στη μνήμη του όλες τις λεπτομέρειες του περιστατικού.5. «Συγκρατώ τις τιμές», δεν επιτρέπω την αύξησή τους.6. παθ. συγκρατιέμαι είμαι κύριος του εαυτού μου, των ορμών μου: Δε συγκρατιέται μόλις δει ωραίο φαγητό.7. μτχ., συγκρατημένος άνθρωπος συνετός, που έχει αυτοκυριαρχία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.